edition metáfrasi - Nikos Varalis
Werkstatt/Reihen > Reihen > edition metáfrasi
Nikos Varalis
Sieben Gedichte
übersetzt von Dirk Uwe Hansen und Jorgos Kartakis
Νίκος Βαράλης
Η ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ.
Η αποτύπωση μιας πατούσας στην άμμο
πριν την αμπώτιδα κάνει το μέλλον αβέβαιο
ακροβατούμε συνεχώς στα όρια της πέτρας.
Υπάρχει βέβαια το σκληρό του δρόμου
η έσχατη θνητότητα της ύπαρξης.
Υπάρχει κι ο Διόνυσος που μετατρέπει
τους ακόλουθους σε βάκχους ,
Υπάρχει κι ο γάμος στην Κανά
ως τελική φανέρωση του θαύματος του είναι.
Βεβαίως μπορεί κάποιος να αρκεστεί
στην περιπέτεια του χρυσόμαλλου δέρατος
να ονειρεύεται κουπιά και τοπωνύμια
ταξίδια και συγκρούσεις ως πλάνης και τουρίστας.
Βεβαίως μπορεί και ως Οδυσσέας
να περιτέμνει σουβλατζίδικα
και να τεντώνει στα μπαράκια
τα οτομοτρίς του Καβάφη, τα αργόσυρτα
ελπίζοντας ότι οι μνηστήρες
θα παίξουν σε άλλο σήριαλ, ως καλεσμένοι.
Αλλά θα στερηθεί το νόημα
αυτής της ζωής που ανατέλλει ως έκπληξη
θα στερηθεί το γεγονός του μονοσάνδαλου
ως ύστατη μορφή αβεβαιότητας.
Ανατολή είναι ένας τρόπος
μίας στιγμής που γίνεται αρχή
κι από το φαγωμένο μάγουλο του τίποτα
φτάνει ως στην πληρότητα,
στο θαύμα.
Το καλοκαίρι μόνο τότε αρχίζει
ως νέα, πάντα, υπόσχεση.
Nikos Varalis
Wahrscheinlichkeit des Sommers
Der Abdruck einer Fußsohle im Sand
vor der Ebbe macht die Zukunft unsicher
wir balancieren immer am Rand der Felsen.
Es gibt eben die Festigkeit des Weges
die letzte Sterblichkeit des Daseins.
Es gibt auch Dionysos
der seine Anhänger in Bacchanten verwandelt.
Es gibt auch die Hochzeit von Kana
als letzte Offenbarung des Wunders des Seins.
Natürlich kann einer sich damit zufrieden geben
bei der abenteuerlichen Suche nach dem goldenen Vlies
dass er von Rudern träumt und Ortsnamen
von Reisen und Schlachten wie ein Verirrter und ein Tourist.
Natürlich kann er auch wie Odysseus
einen Souvlakistand aufsuchen
und sich in den kleinen Bars verbreiten
über Kavafis' Straßenbahnen, die langsamen
und dabei hoffen dass die Freier
als Gäste in einer anderen Serie auftreten werden.
Aber ihm geht der Sinn verloren
dieses Lebens das sich wie eine Überraschung
erhebt und was mit dem Mann mit dem einen Schuh
geschah wie die letzte Gestalt der Unsicherheit.
Erhebung ist eine Wendung eines Moments
der ein Anfang wird
und von der zerfressenen Wange des Nichts
zur Fülle gelangt und zum Wunder.
Nur dann beginnt der Sommer als ein neues
immer neues Versprechen.
ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ
ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Οι βάρκες κοιμούνται τα βράδια σαν μωρά.
Πιο πέρα κατεβαίνει η θλίψη.
βαφτίζοντας τα δευτερόλεπτα
σε μικρά ψωμάκια από γέρικες ειδήσεις.
Όλα βρίσκονται σε μια χοάνη πρωινού
που λειαίνει το κακό μέχρι να γίνει δάκρυ.
Οι βάρκες τότε κοιτάζουν τον ορίζοντα.
Έχουν μέσα τους σαβούρα, λέξεις παλιές
νεκρούς πολλούς που έχουν τα μάτια ανοιχτά
για να χωρέσει το γαλάζιο, να σκεπάσει
τ’ άταφα σχέδια, τα πλάνα της ζωής
που βγαίνουν όλα πλάνες.
Οι βάρκες είναι τα μωρά
μεγαλώνουν μέσα σε σειρές πιθανοτήτων
που κάνουν τη δίνη του ταξιδιού
να ψιθυρίζει στα καλάμια
κι η μνήμη να υποχωρεί
στον ουρανό του τίποτα.
Όλα είναι διαβαθμίσεις συχνοτήτων τελικά
οι βάρκες, οι λέξεις και η θάλασσα
κι εμείς οι πυκνωτές που συντονίζονται
ολοένα και πιο πολύ σε εκείνη την συχνότητα
του θανάτου
κι άλλοτε πάλι στο μέγα μυστήριο της ζωής
εκεί που το φώς βρίσκει νομή
και ξεκουράζεται.
Das Licht als Geheimnis
Die Boote schlafen abends ein wie Säuglinge.
Weiter hinten geht die Trauer unter
und taucht die Sekunden ein
in kleine Brote aus alten Nachrichten.
Alles ist in einem Schmelztiegel der Frühe
der das Übel poliert bis es eine Träne wird.
Die Boote sehen dann zum Horizont.
Sie sind voll mit Gerümpel
alten Wörtern vielen Toten die ihre Augen offen halten
damit das Blau hineinpasst
damit sie die unbestatteten Vorhaben bedecken,
die Lebenspläne die alle in die Irre gingen.
Die Boote sind die Säuglinge
wachsen auf in einer Reihe von Wahrscheinlichkeiten
die den Strudel der Reise flüstern lassen im Schilf
und die Erinnerung sich zurückzuziehen
in den Himmel des Nichts.
All das sind am Ende Abstufungen von Frequenzen
die Schiffe die Wörter und das Meer
und wir sind Kondensatoren
die sich völlig anpassen
vor allem an jene Frequenz des Todes
und ein anderes Mal
an das große Geheimnis des Lebens
da wo das Licht eine Weide findet
und sich ausruht.
ΟΝΕΙΡΟ ΦΙΛΟΚΤΗΤΗ
Δεν έχω πεθάνει ακόμα,
έτσι νομίζω
Ξεφλουδίζω βεβαίως τις λέξεις
με όση περιέργεια μου έχει μείνει από παιδί.
Καμιά φορά ανεβαίνω στο στέμμα του ηλίου,
αλλά δεν είναι η ζέστη που με κατεβάζει
είναι που η μνήμη φέρνει στη μέρα αγκάθια
και πονάνε..
Κάποιες φορές αποκτώ μια βεβαιότητα
ιδίως στις στιγμές αιφνίδιου πόνου
Πονούσα χθες βράδυ όλη την νύκτα
από μια ανύπαρκτη πληγή
κι όταν ξύπνησα
κατάλαβα ότι είχα τρία φυλακισμένα πουλιά
πάνω στη γλώσσα.
Άνοιξα το στόμα για να φύγουν
Μου είπαν ότι αυτό είναι ανάσταση.
Ίσως να μου φανεί χρήσιμη αυτή η μικρή ανάσταση
που κράτησα από μικρός
να μην επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια πράγματα
όπως ο νερόμυλος που κουβαλάει τις ίδιες σταγόνες
χρόνια τώρα ενώ το νερό κυλάει και χάνεται.
Όνειρο όμως κι αυτό φαίνεται είναι,
καθώς ξεχνάω κάθε φορά ότι έχω τα δικά μου όπλα
και μένω με κάτι στεναγμούς οξύτατους
ίδιους με φρένο τραίνου.
Πάντως πριν πεθάνω, λέω, να φορέσω το τόξο
μια εκδρομή στην Τροία ποτέ δεν είναι άσχημη
Philoktets
Traum
Noch bin ich
nicht gestorben,
glaube ich.
Ich schäle
sorgfältig die Wörter
mit all der
Neugier, die mir geblieben ist, seit ich ein Kind war.
Manchmal steige
ich auf zum Kranz der Sonne,
aber es ist nicht
die Hitze, die mich wieder hinunter bringt,
es ist, weil
die Erinnerung Dornen in den Tag legt,
und sie
wehtun...
Manchmal
erwerbe ich eine Sicherheit,
besonders in
den Momenten plötzlichen Schmerzes.
Gestern abend
hatte ich Schmerzen und die ganze Nacht
von einer Wunde, die es nicht gibt,
und als ich
aufwachte
begriff ich,
dass ich drei gefangene Vögel
unter meiner
Zunge hatte.
Ich öffnete den
Mund, damit sie herauskommen konnten.
Sie sagten mit,
das sei eine Auferstehung.
Vielleicht
zeigt es sich, dass diese kleine Auferstehung nützlich ist,
die meine ist,
seit ich klein war,
dafür, dass ich
nicht immer dasselbe zu tun beginne,
wie die
Wassermühle, die immer dieselben Tropfen herumwälzt
jahrelang
schon, während das Wasser fortströmt.
Ein Traum
scheint aber auch das zu sein,
wie ich jedes
Mal wieder vergesse, dass ich meine eigenen Waffen habe,
und ich bleibe
zurück mit scharfen Seufzern,
die klingen
genau wie die Bremsen eines Zuges.
Auf jeden Fall
werde ich den Bogen tragen, bevor ich sterbe,
ein Ausflug
nach Troja ist nie etwas Schlechtes.
ΤΡΕΙΣ ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Τρείς νικημένοι στρατιώτες περπατούνε μέσα στην
άμμο
κουβαλάνε μια ήττα πνιγμένη στα δάκτυλα ενός
παιδιού
Δεν ξέρουν ότι το αύριο είναι μια σκόνη από
πηλό και αλάτι.
Πηγαίνουν στο μεσημβρινό φως ως
μια κινούμενη τελεία, μακρόβια ηλεκτρόνια
χαμένα στην αδιαφορία του πυρήνα τους.
Τρείς νικημένοι στρατιώτες έχουν μια θάλασσα υπό
μάλης
εκεί τα βράδια πλέουμε με τα μακριά κουπιά
μιας παιδικής ελπίδας ξεχασμένης .
Ο άνεμος θα μας σκεπάσει και θα γίνουμε
εμείς οι νικημένοι στρατιώτες.
Τα ίχνη μας θα σβήσουν τα πουλιά
αυτά τα πουλιά του νότου
που ταξιδεύουν στα καλάμια του βραδιού
χωρίς κανένας να τα βλέπει.
Drei besiegte
Soldaten
Drei besiegte
Soldaten gehen durch den Sand
schleppen eine
Niederlage, die erstickt ist in den Fingern eines Kindes.
Sie wissen
nicht, dass das Morgen Staub ist von
Lehm und Salz.
Sie gehen im
Mittagslicht wie
ein ein sich bewegender
Punkt, wie langlebige Elektronen
verloren in der
Gleichgültigkeit ihres Kerns.
Drei besiegte
Soldaten haben ein Meer unter dem Arm,
darauf
schwimmen wir mit den breiten Rudern
einer
vergessenen kindlichen Hoffnung.
Der Wind wird
uns zudecken und wir werden
zu den
besiegten Soldaten.
Unsere Spuren
werden die Vögel auslöschen,
diese Vögel des
Südens,
die zu den
Schilfhalmen des Abends reisen,
ohne dass
jemand sie sieht.
PONTE VECCHIO
Στα σκαλοπάτια του Ponte Vecchio
φυτρώνει μια θλίψη από χορτάρι μέλλοντος.
Τα ζευγάρια αγνοούν το άδηλο του κόσμου
κι αλλάζουν όρκους
οι όρκοι
όμως ανήκουν στο Θεό.
Ο Άρνος
ακούει .
Τα βράδια
μόνος συνεχίζει να τρέχει στη νεκρή πολιτεία
που την κυκλώνει από παντού η ομορφιά.
Εκεί ψηλά στους κήπους είναι ένα κορίτσι
Αύριο αυτό το κορίτσι θα βρεθεί
στον τάφο του Μπρόντσκι
και θα αφυπνίσει στην λιμνοθάλασσα
μια απίθανη αλληλουχία μορφών
τόσο που ακόμα κι ένας περαστικός θα αντιληφθεί
ότι ο το κάλος είναι άγιο
κι ότι αυτό μπορεί να αναδιατάξει το χρόνο
να κατευνάσει παλιές καταιγίδες
να απελευθερώσει αγγελικές μπενζίνες
ώστε να φτάσει καταμεσής στα παιδικά σου χρόνια
μεταφέροντας μετάλλευμα από λέξεις
όσες σώθηκαν από το ροκάνισμα της χρήσης.
Ίσως και γω να βρω μια θέση μες στο ποίημα
όχι στην είσοδο, στο πλυσταριό, μπορεί
μ’ ένα παλιό χαλάκι
στην τουαλέτα ίσως σε μια νευρωτική γραφομανία.
Μου επιτράπηκε λοιπόν, να γράψω
ότι στα σκαλοπάτια του Ponte Vecchio
φυτρώνει θλίψη
να
δημιουργήσω και γω μια γέφυρα σκιά
σ’ ένα
οικείο σύμπαν
και να ακουμπάω αβέβαια
εκεί μακριά, τα πιθανά μου ποιήματα.
Ponte Vecchio
Auf den Treppen
des Ponte Vecchio
wächst ein
Kummer aus zukünftigem Gras.
Die Pärchen
wissen nichts von der Unsicherheit der Welt
und tauschen
Schwüre aus,
aber die
Schwüre sind Gottes Sache.
Der Arno hört
zu.
An den Abenden
fließt er allein in eine tote Stadt,
die überall
umgeben ist von Schönheit.
Dort oben in
den Gärten ist ein Mädchen.
Morgen wird
dieses Mädchen sich
am Grab Brodskys
finden,
und in der
Lagune wird
eine
unglaubliche Folge von Formen erwachen,
dass auch ein
Vorübergehender versetehen kann,
dass das Schöne
heilig ist,
und dass es die
Zeit umordnen kann
um alte
Unwetter zu mildern,
und
Engelsbrennstoffe freizusetzen.
so dass es
inmitten deiner Kinderjahre erscheint
und Erz fördert
aus all den Worten,
die vor der
Erosion des Gebrauchs gerettet worden sind.
Vielleicht
finde auch in einen Platz im Gedicht,
nicht am
Eingang, in der Waschküche, vielleicht
mit einer alten
Matte
in der
Toilette, vielleicht in neurotischer Schreibwut.
Mir jedenfalls
ist es erlaubt zu schreiben,
dass auf den
Treppen des Ponte Vecchio
Kummer wächst,
dass auch ich
eine Brücke baue, einen Schatten
in einem
vertrauten All,
und dass ich
dort in die Ferne
unsicher meine möglichen
Gedichte lege.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ο άνεμος είναι το ποίημα
εμείς η κόψη που το δέχεται
στην ώρα της ελάχιστης δύναμης
όταν λέξεις αναστέλλονται.
Το νερό είναι το ποίημα
εμείς οι φλέβες
ποτέ κανείς δεν μαθαίνει
τι γίνεται ανάμεσα στους στίχους
Ο άνεμος είναι ο στίχος
αυτός που γράφεται στο γυμνό σώμα
που εμφανίζεται ως φάντασμα
στα όνειρα και στους εφιάλτες μας
που για μας μόνο έχουν σημασία.
Το ποιήματα δεν θέλουν ποιητές
δεν φυλακίζεται ο άνεμος
έρχονται σαν μια βροχή
γίνονται άνεμος
κι αφήνουν πίσω σποράκια
να βρίσκουμε εμείς τυφλοί
το δρόμο που πηγαίνει
προς τα μέσα.
Das Gedicht
Der Wind ist
das Gedicht
wir sind die
Schneide, die es empfängt
in der Stunde
der geringsten Macht
wenn die Wörter
nicht mehr wirken.
Das Wasser ist
das Gedicht
wir sind die
Venen
niemals erfährt
jemand
was zwischen
den Versen geschieht.
Der Wind ist
der Vers
der auf den
nackten Leib geschrieben wird
der sich zeigt
als Erscheinung
in unseren
Träumen und Albträumen
die allein für
uns Bedeutung haben.
Die Gedichte
wollen keine Dichter
den Wind kann
man nicht einsperren
sie kommen wie
ein Regenguss
werden zu Wind
und lassen
Saatkörner zurück
damit wir
Blinden
den Weg finden
der
in die Mitte
führt.
ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Στον ύπνο τα σύννεφα ονειρεύονται
τα πεθαμένα λόγια μας,
που παίζουν σαν τα παιδιά
στο μεγάλο τίποτα της μνήμης.
Το πρωί κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον
ψάχνοντας
τις νεκρές μας λέξεις
Το μεσημέρι κόβουμε στα δυο την ύπαρξη
με την βεβαιότητα του λύκου
που ψάχνει νέφος μες στο θήραμα.
Εκείνο το «άφες αυτοίς» μας κυνηγάει ως σκύλος
στις σκοτεινές προσπάθειες του κανόνα μας.
Μας ξεκοιλιάζει στους ευθύγραμμους δρόμους μας
και τα έντερά μας
τα τρώνε τα σκυλιά των σχεδίων μας.
Μέχρι να ανακαλύψουμε τον σιωπηλό επιπλοποιό
αυτόν που λειτουργεί την αρμονία μες στα σύμπαντα.
Τον παρακαλούμε κόβοντας και πάλι τα μαλλιά μας
ρίχνοντας στη στάχτη την όποια δόξα μας
επιτρέποντας την αρμονία να έρθει ως τρόπος τάξης
στο φάντασμα του τώρα.
Ξέρεις;
Τα σύννεφα είναι η απάντηση του Θεού
στην αιώνια δίψα του ανθρώπου
για βεβαιότητα.
Die Wolken
Im Schlaf
träumen die Wolken
von unseren
gestorbenen Worten,
die wie Kinder
spielen
im großen
Nichts der Erinnerung.
Am Morgen sehen
wir einander an
und suchen nach
unseren toten Wörtern.
Am Mittag
schneiden wir unsere Existenz entzwei
mit der
Sicherheit des Wolfes,
der eine Wolke
findet inmitten seiner Beute.
Jenes
"überlass das ihnen" jagt uns wie ein Hund
in den dunklen
Versuchen unserer Regeln.
Schlitzt uns auf
unseren geraden Wegen den Bauch auf
und unsere
Gedärme fressen die Hunde unserer Pläne.
Bis wir den
stillen Zimmermann entdecken
den, der die
Harmonie des Alls bestimmt.
Wir folgen ihm
schneiden wieder unsere Haare,
werfen all
unseren Ruhm in die Asche
erlauben der
Harmonie einzutreten wie eine Art von Ordnung,
in die
Vorstellung vom Jetzt.
Weißt du?
Die Wolken sind
Gottes Antwort
auf den ewigen
Durst des Menschen
nach
Sicherheit.
Nikos Varalis wurde in Volos / Thessalien geboren. Er studierte Filmregie in Italien und griechische Kulturwissenschaften an der Fernuniversität Patras. Er ist Journalist und Leiter der Radiostation der Metropolie von Dimitriada in Volos.
Ο Νίκος Βαραλής γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε στην Ιταλία
Σημειωτική και Σκηνοθεσία Κινηματογράφου και Ελληνικό Πολιτισμό στο Ελληνικό
Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως δημοσιογράφος και είναι τώρα διευθυντής του
ραδιοφώνου της Ι.Μ. Δημητριάδος.